Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016

ΔΥΟ ΚΑΡΕΚΛΕΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΕΤΟΙΜΟ ΤΖΑΚΙ…


Μας τελειώνει και ο Νοέμβρης απόψε· ο μήνας των μεγάλων απαιτήσεων άλλοτε των ισχνών προσδοκιών τώρα. Για μας τους ίδιους και όλη την κοινωνία, που μουδιασμένη μοιάζει να έχει παραιτηθεί απ’ όλα που την κρατούσαν όρθια και χωρίς διάθεση παρακολουθεί ένα παιχνίδι καθημερινών εκπλήξεων, σε βάρος της πάντα. Ας τα αφήσουμε αυτά για λίγο πίσω μας και ας ανάψουμε σήμερα το τζάκι να μας βρει ζεστούς η αυριανή πρωτομηνιά του Δεκεμβρίου. Έτοιμο είναι εξάλλου και δεν χρειάζεται παρά ένα σπίρτο να ανάψει και μια θέση μπροστά του όπως βλέπετε είναι άδεια και περιμένει. 

- Η φωτογραφία από μια κουζίνα αυλής, στη Νεράιδα Δολόπων, χωρίς καμιά σκηνοθεσία για να μην ταράξω τα πνεύματα που περιμένουν την άνοιξη στο κλειστό σπίτι. [2013]

ΝΕΡΑΙΔΑ (ΣΠΙΝΑΣΑ) ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ 30112013

ΤΟ ΤΣΙΠΟΥΡΑΔΙΚΟ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΖΑΧΟΥ

Οι αδερφοί Ζάχου: Από αριστερά, Δημήτρης, Στέφανος, Νίκος. 

Η Καρδίτσα είναι μια από τις περιοχές της Ελλάδας ή οποία έχει αναπτύξει ικανοποιητικά την αμπελουργία και την οινοποιία και κατά συνέπεια, βγάζει μια σειρά από εξαιρετικά κρασιά αλλά και τσίπουρα τα οποία οι καταναλωτές βρίσκουν και τιμούν εκτός από τις επιχειρήσεις και τα καταστήματα της περιοχής και σε πολλά άλλα σημεία της Ελλάδας.

Ευνόητο πάλι είναι αυτά ωραία προϊόντα της καρδιτσιώτικης γης να συνοδεύουν και το τραπέζι των ντόπιων και των επισκεπτών της πόλης αλλά το τσίπουρο, ειδικά στην Καρδίτσα, είναι αυτό που χαρακτηρίζει και δίνει διαφορετική αίσθηση, χρώμα και μυρωδιά σε αρκετά καταστήματα, τα «τσιπουράδικα» που προβάλλουν επαξίως την πόλη.

Ένα απ’ αυτά τα καταστήματα είναι το «Ζάχος» (Διάκου και Χατζημήτρου γωνία), στο κέντρο της πόλης και από το 1982 που άνοιξε ως σήμερα καθιερώθηκε ως ένα από τα καλύτερα της πόλης και τούτο οφείλεται στην μεγάλη προσοχή που δίνουν τα τρία αδέρφια, Στέφανος, Δημήτρης και Νίκος Ζάχος, στην ποιότητα του τσίπουρου, την γευστικότητα των μεζέδων και βεβαίως στη σχέση που έχουν αναπτύξει με τους πελάτες.

Το μαγαζί άνοιξε ο Στέφανος Ζάχος το 1982, ο οποίος, αφότου βρέθηκε από το χωριό του, τον Αμάραντο στην Αθήνα και έκανε διάφορες δουλειές, επέστρεψε στην Καρδίτσα και άνοιξε καφενείο - τσιπουράδικο σε ένα χώρο που λέγονταν «Στου Μαστρογιάννη» και μόλις πριν από δέκα χρόνια ήρθαν στη θέση που βρίσκονται σήμερα. Δεν ήταν της δουλειάς, ξεκίνησε όμως με θάρρος και έριξε βάρος στους μεζέδες που θα πρόσφερε και πολύ ορθά, όπως φαίνεται και από την εξέλιξη του μαγαζιού, ξεκίνησαν σπιτικοί και έτσι παραμένουν ως τα σήμερα. Τα θεμέλια στη νοστιμιά των μεζέδων για το τσίπουρο έβαλε η μητέρα του, Βαϊτσα η οποία βοήθησε λίγο τα πρώτα χρόνια στην κουζίνα τον Στέφανο και τον Δημήτρη και έτσι προχώρησαν μέχρι σαν απολύθηκε από τον στρατό και ο άλλος αδερφός τους ο Νίκος και συμπληρώθηκε το τρίο, τα «Ζαχάκια» όπως τους ξέρουν στην Καρδίτσα.

«Εκείνο τον καιρό», μας είπε προχθές όταν έκατσε για λίγο στο τραπέζι που καθόμασταν με τους συγχωριανούς του Αντώνη Παπαδάκο και Παντελή Μανώλη, «στην Καρδίτσα δεν υπήρχαν τσιπουράδικα όπως τα θεωρούμε σήμερα. Τα μαγαζιά ήταν καφενεία και που και που σέρβιραν και κανένα τσίπουρο χωρίς ιδιαίτερο μεζέ και αυτά ήταν γύρω από την πλατεία. Ήταν άλλη εποχή τότε. Άνοιγα το πρωί στις 6 παρά τέταρτο και έμπαιναν στο μαγαζί αμέσως 15 με 20 πελάτες να πάρουν τον καφέ τους κι έτσι ξεκινούσε η μέρα με μια καλή είσπραξη. Τότε δεν υπήρχαν πολλά καφενεία όπως σήμερα, καφετερίες και ορθάδικα που φτιάχνουν καφέ. Ξεκινούσα από το μαγαζί ως την πλατεία και πήγαινα 50 καφέδες!

Ο Στέφανος Ζάχος καμαρώνει ένα πιάτο με «αστακό Αγράφων»
»Από τότε, δώσαμε μεγάλη σημασία στους μεζέδες. Κάθε μέρα βάζαμε δέκα κατσαρόλες για τους βασικούς μεζέδες και ανάλογα την εποχή και τις περιστάσεις προσθέταμε και άλλες. Κεμπάπ, πατσά, κοιλίτσες, γίδα βραστή, μαγειρίτσα, ποδαράκια και ένα σωρό άλλες, με κρέας οι περισσότερες γιατί το αγαπά ο Καρδιτσιώτης. Όλα μπορούν να θεωρηθούν σπεσιαλιτέ αλλά ο μεζές που ξεχωρίζει είναι ο «αστακός Αγράφων», καλοβρασμένο χοιρινό ποδαράκι που λιώνει στο πιάτο και γλύφεται ως το τελευταίο κοκαλάκι. Βάζουμε και θαλασσινά αλλά ο Καρδιτσιώτης δεν πίνει τσίπουρο χωρίς μεζέ από κρέας. Με δυο πενηνταράκια τσίπουρο και τους ανάλογους μεζέδες χορταίνει. Τσίπουρο με γλυκάνισο και χωρίς, σερβίρουμε εμφιαλωμένο, αλλά και χύμα το οποίο παραγγέλνουμε σε συγκεκριμένα αποστακτήρια και το ελέγχουμε και όταν ψήνεται και το δοκιμάζουμε πριν το βάλουμε στο μαγαζί. Για τα σαλατικά πάλι, πολλά είναι αυτά προέρχονται από δικό μας κήπο που φροντίζουν οι γονείς κι εμείς σαν έχουμε λίγο ελεύθερο χρόνο».

Στην κουζίνα του μαγαζιού συνήθως είναι ο Στέφανος αλλά και ο Δημήτρης οι οποίοι δείχνουν την ίδια φροντίδα, τόσο που κανένας δεν μπορεί να καταλάβει ποιος από τους δυο έχει μαγειρέψει ενώ ο Νίκος είναι πιο πολύ στο σερβίρισμα και κοντά στους πελάτες. Όσο για το ωράριο που εργάζονται τα τρία αδέρφια, είναι κυκλικό και η σειρά δεν χάλασε ποτέ, όπως και δεν χάλασε ποτέ μεταξύ όλα αυτά τα χρόνια και η καρδιά τους.   

Μετά από τόσα χρόνια λειτουργίας τα «Ζαχάκια» έχουν μια σταθερή πελατεία η οποία  Σάββατα απολαμβάνει και την αυθόρμητη παρουσία μιας ορχήστρας που παίζει λαϊκά και ρεμπέτικα κι έτσι τελειώνει γλυκά η εβδομάδα για όλους, μαγαζί και πελάτες του Ζάχου…

ΥΓ. Περισσότερα για το ωραίο μαγαζί (2441073087), τα τσίπουρα και τους μεζέδες του στο facebook στη σελιδα Το ουζερί του Ζάχου και βεβαίως στα τραπέζια του!


ΚΑΡΔΙΤΣΑ, 30112016

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

ΤΑ ΜΕΛΙΣΣΙΑ ΠΟΥ ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ


Δεν είναι πράγματα που μπαίνουν κάτω από μια στέγη τα μελίσσια, καμιά εποχή του χρόνου. Ούτε το καλοκαίρι με τους ανελέητους καύσωνες, ούτε με το φοβερό κρύο του χειμώνα. Από την ημέρα που φτερούγισε η πρώτη μέλισσα στον κόσμο, οι κοινωνίες των άγριων μελισσιών έζησαν στα βράχια και στις κουφάλες των δέντρων και αναλόγως του καιρού πρόκοβαν ή έσβηναν. Στην ιστορία τους κάποια στιγμή ήρθε και ο άνθρωπος και άρχισε να τρυγά τον κόπο τους, με καλό ή κακό τρόπο άρχισε να επηρεάζει τη ζωή τους και κατάφερε να τα φέρει κοντά του, να τα ελέγχει και κατά συνέπεια να τα προστατεύει από τον καιρό και άλλες απρόοπτες καταστάσεις που απειλούν την ύπαρξή τους ή τη παραγωγή.    


Έτσι έχει γίνει και με αυτά τα μελίσσια σε κάποιο προσήλιο χωράφι στη λίμνη Πλαστήρα, ενόψει του χειμώνα που όντως είναι μια δύσκολη γι’ αυτά εποχή καθώς η θερμοκρασία και ο κρύος αέρας τα αποτρέπει να βγαίνουν από τις κυψέλες παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και έτσι μοιάζει σαν να κοιμούνται. Εκεί ο νοικοκύρης τους τα έβαλε στη σειρά με πλάτη στο γυμνό δάσος με τις βελανιδιές για να μη τα ξυρίζει ο βοριάς και για περισσότερη ασφάλεια, έβαλε πάνω σε κάθε κυψέλη κι ένα λιθάρι στην περίπτωση που μεγαλώσει η έντασή του για να αποφευχθεί η περίπτωση να γυρίσουν ανάποδα και έτσι που θα είναι μουδιασμένα από το κρύο να σκάσουν πριν έρθει γι’ αυτά πάλι η άνοιξη. 

ΚΑΡΔΙΤΣΑ, 29112016

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

ΕΝΑ ΔΙΚΡΟΚΟ ΚΑΙ ΤΥΧΕΡΟ ΑΥΓΟ


Πόσοι έχετε δει δίκροκο αυγό; Ασφαλώς πολύ λίγοι γιατί αυτό είναι ένα εξαιρετικά σπάνιο γεγονός και συμβαίνει μόνο όταν οι κότες ζουν σε κανονικό περιβάλλον και όχι σε συνθήκες εγκλεισμού. Στις κότες που έχουν στο κοτέτσι τους με την ωραία θέα στον Αχελώο ο Κωνσταντής Τσιατσιάνης και η κυρά του Γεωργία υπάρχει μια ωραία, κεραμιδόχρωμη κότα που μια φορά την εβδομάδα κάνει ένα δίκροκο αυτό. Γιατί το κάνει αυτό, κανένας δεν ξέρει και αφορά νομίζω τους επιστήμονες που ασχολούνται με τα πουλερικά.

Η εν λόγω ώριμη κότα λοιπόν μια φορά την εβδομάδα πηγαίνει και φωλιάζει μέσα σε ένα σκουριασμένο βαρέλι και σε αντίθεση με άλλες κότες, κυρίως νεαρές που καλούνται στα χωριάτικα αλλά και λαϊκά «πουλάδες» οι οποίες ξεσηκώνουν τον κόσμο σαν κάνουν ένα αυγό κάθεται αρκετή ώρα σιωπηλή και μόνο σαν γεννήσει με αρκετό πόνο φαντάζομαι των διπλών διαστάσεων από τα άλλα αυγά, σηκώνεται και πάει να βοσκήσει. Ο κυρ Κωνσταντής που πήγε να μαζέψει σήμερα τα αυγά είδε το δίκροκο και για την ιστορία τον έβαλα να ποζάρει με ένα άλλο κανονικό στα χέρια του. Η διαφορά όπως βλέπεται είναι εμφανής αλλά για το περιεχόμενο, δεν ξέρω. Μου το έδωσε η κυρά Γεωργία για ενθύμιο και το δέχθηκα σαν ένα τυχερό αυγό που μου έφτιαξε τη διάθεση για όλη την ημέρα…


ΥΓ. Μας θυμίζει το Facebook ωραίες στιγμές που ζήσαμε κάποτε στην Αργιθέα αλλά 
παράλληλα μας στεναχωρεί καθώς τα πράγματα έχουν αλλάξει αφού η κυρά Γεωργία μας βλέπει πλέον από τους ουρανούς και ο Κωνσταντής έχει αποκάμει, ζει στην Αθήνα πλέον κοντά στα παιδιά του και το κοτέτσι με τις κότες και τις πουλάδες σιώπησε για πάντα. 

ΛΑΓΚΑΔΑΚΙΑ ΒΡΑΓΓΙΑΝΩΝ, 28112009

ΟΙ ΣΙΤΟΒΟΛΩΝΕΣ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΕΠΟΧΉΣ



Το χωριό μου, η Μεγάλη Κάψη Φθιώτιδας, είναι χτισμένο σε τέτοιο υψόμετρο που μπορεί να βλέπει, έστω και αν της κρύβει το μεγαλύτερο μέρος της κοιλάδας του Σπερχειού το δασωμένο μπροστά της βουνό το οποίο καλείται Μαυρογιάννη, ένα μεγάλο μέρος από τις πλαγιές των χαμηλών χωματόβουνων που την ορίζουν την Δυτική Φθιώτιδα…



Σε αυτές τις πλαγιές θυμάμαι πως σε πολλά σημεία υπήρχαν ξέφωτα τα οποία είχαν κερδηθεί κάποτε από το δάσος προς χάρη της γεωργίας και της εγκατάστασης των ανθρώπων που η παρουσία τους πλέον εκεί απομάκρυνε τα αγρίμια στις πιο απόκρημνες κα δύσβατες περιοχές των βουνών όπου και διατηρήθηκαν ως τα σήμερα. Στις τελευταίες δεκαετίες, ιδίως μετά την δεκαετία του ’60 αυτά τα ξέφωτα εγκαταλείφθηκαν για λόγους που όλοι γνωρίζουμε και το δάσος σιγά – σιγά στην αρχή και δυναμικά στη συνέχεια κατάκτησε πάλι το χαμένο του έδαφος και εδραιώθηκε όπως την παλιά εποχή.



Αυτά τα ξέφωτα, είναι άγνωστο πότε τα κέρδισε ο άνθρωπος από το δάσος και χωρίς υπερβολές πολλά θα μπορούσαμε να πούμε πως δημιουργήθηκαν στην αυγή της γεωργίας και διατηρήθηκαν λειτουργικά σε μια σειρά αιώνων μιας και ποτέ δεν φαίνεται πως ερήμωσε για μεγάλο διάστημα ο τόπος. Σε αυτά λοιπόν τα ξέφωτα, ο άνθρωπος είχε τα χωράφια του, τα κήπια του, το σπίτι του και τα μαντριά του και διακρίνονταν από μακριά από τα χρώματα που έπαιρναν τα σπαρτά στην εναλλαγή των εποχών και τον καπνό που ανέβαινε από το τζάκι του σπιτιού ή το παραγώνι της καλύβας και του μαντριού.



Πρόλαβα να τα δω αυτά τα πράγματα και να επισκεφτώ πολλές εγκαταστάσεις όταν αυτές ήταν ζωντανές και είχαν κόσμο αλλά είμαι και μάρτυς μισού αιώνα πάλι της σταδιακής εγκατάλειψής τους και της πλήρους ερήμωσής τους τις τελευταίες δεκαετίες. Το γεγονός εκτός από το συναισθηματικό κόμπιασμα που προκαλεί πια η οργιώδης επιστροφή του δάσους, αν εκτιμηθεί με οικονομικά κριτήρια, τότε μπορούμε να μιλούμε για μια πλήρη, ολοκληρωτική καταστροφή της τοπικής παραγωγής στη γεωργία, κτηνοτροφία και δασοπονία στη Δυτική Φθιώτιδα της οποίας οι συνέπειες διακρίνονται στις μαραζωμένες μικρές κοινότητες που διασώζονται ακόμη και στις δυο πλευρές του Σπερχειού.  



Με αυτές τις σκέψεις πήγα πριν από λίγες ημέρες στην Τσούκα, ένα χωριό πάνω από τη Μακρακώμη το οποίο όπως μου είπαν οι φίλοι εκεί έχει παραπάνω από 350 μόνιμους κατοίκους και μια μεγάλη γεωργοκτηνοτροφική δραστηριότητα για την οποία θα μιλήσουμε σε επόμενο σημείωμα. Από την Τσούκα λοιπόν με τον Γιώργο Καραλή, πρόεδρο του Πολιτιστικού Συλλόγου «Όρειος Μείραξ» και τον εξαιρετικό οδηγό Παναγιώτη Κωνσταντέλλο ή Dell για τους γνωστούς ξεκινήσαμε να γνωρίσουμε την περιοχή πάνω από το χωριό ακολουθώντας το δρόμο που οδηγεί στο Ζαχαράκη και τη 
Ρεντίνα.



Εκεί λοιπόν είδα πως η μάχη του ανθρώπου με το δάσος δεν έχει σταματήσει και σε πολλά σημεία διατηρείται ακόμη η ισορροπία αυτού με τη γεωργία. Τούτο βεβαίως οφείλεται στο ότι τα χωράφια της Τσούκας καθότι σχετικά επίπεδα μπορούν να οργωθούν με μηχανήματα αντί της παραδοσιακής μεθόδου με μουλάρια και βόδια και το προϊόν που παράγεται να αποτελεί τροφή, έστω και χλωρή για τα κοπάδια από τα αιγοπρόβατα που διατηρούν εκεί.



Το γεγονός, όπως αναφέρεται και στις αφηγήσεις των παλαιότερων αλλά και στην γραπτή ιστορία της περιοχής, πρέπει να είναι αποτέλεσμα της διαρκούς, ανά τους αιώνες καλλιέργεια αυτών των ημιορεινών σιτοβολώνων και το μαρτυρούν ακόμη και οι μεγάλες βελανιδιές που υπάρχουν στα σύνορα των χωραφιών και σε αρκετά σημεία μέσα σε αυτά. Για κάποιους λόγους, πρακτικούς αλλά και συμβολικούς, οι άνθρωποι που ξεχέρσωσαν τα αρχαία δάση για να τα καλλιεργήσουν άφηναν κάποια δέντρα να έχουν σκιά για το κοπάδι και τον θεριστή ή να βρίσκουν καταφύγιο όταν έπιανε καμιά ξαφνική μπόρα και για να τα προστατεύσουν από κανένα ασεβές τσεκούρι, τα περιέβαλλαν με μύθους και δοξασίες.



Από αυτή την μικρή διαδρομή σας παρουσιάζουμε σήμερα λίγες φωτογραφίες και θα επανέλθουμε σύντομα με περισσότερα για την περιοχή, τους ανθρώπους και τα έργα τους.


ΑΘΗΝΑ, 28112016

ΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ "ΚΙΣΣΑΣ" ΣΤΟ ΠΑΝΤΟΠΩΛΕΙΟ

Ο Αντώνης Παπαδάκος με τον Σωτήρη Πάτα στην είσοδο του Παντοπωλείου
Πρώτος μου σταθμός όταν πηγαίνω τώρα στην Καρδίτσα, είναι πάντα το Παντοπωλείο «Αμάραντες Γεύσεις» του Αντώνη Παπαδάκου στην Δημοτική Αγορά της Καρδίτσας αλλά κι εκεί συναντώ πλέον τους περισσότερους φίλους και φίλες από την Καρδίτσα καθώς το μαγαζί έχει εξελιχθεί σε σημείο αναφοράς για τα καρδιτσιώτικα προϊόντα και ωραίο στέκι.

Φυσικά και δεν μπλεκόμαστε συνέχεια στα πόδια του Αντώνη και της βοηθού του Στέλλας αφού μπορούμε να κάτσουμε στα διπλανά καφενεία και από εκεί παρακολουθούμε την κίνηση και τα πράγματα. Έτσι έγινε και προχθές, όταν ξαφνικά φάνηκε από την πλευρά του στεγασμένου διαδρόμου να πλησιάζει ο Σωτήρης Πάτας κυλώντας ένα μεγάλο βαρέλι και παραξενεύτηκα καθώς έχω και χρόνια να δω αυτή τη σκηνή σε εμπορικό κατάστημα. 



Πλησίασα και είδα πως επρόκειτο για ένα βαρέλι φέτα της Βιομηχανίας Γάλακτος «Κίσσας» που έχει την έδρα της στο κοντινό Μουζάκι και το έφερε από το διάδρομο στην πίσω είσοδο. Εκεί άρχισε με τα εργαλεία του να χαλαρώνει τα στεφάνια του βαρελιού – ξεφούντωμα λέγεται αυτό- για να ανοίξει την πάνω πλευρά και να το βάλουν έτσι στο ψυγείο ώστε να μη χάσει με την μετάγγιση τίποτα από τη γεύση του και από την μυρωδιά του. Γέμισε ο αέρας του Παντοπωλείου από την ερεθιστική μυρωδιά της εξαιρετικής φέτας «Κίσσας» που ωριμάζει μέσα σε δρύινα βαρέλια και φυσικά ο Αντώνης πήρε ένα μεγάλο μαχαίρι και από ένα επίσης μεγάλο κομμάτι τυριού μας έδωσε να τη δοκιμάσουμε.

Τα λόγια εδώ περιττεύουν για την γεύση αυτού του μοναδικού προϊόντος που βάλαμε στο στόμα μας και καμαρώσαμε όλοι, γιατί αυτό παράγεται στο Μουζάκι με γάλα από αιγοπρόβατα που βόσκουν στα Άγραφα, την Αργιθέα και στις  γύρω περιοχές και το οποίο συγκεντρώνεται και επεξεργάζεται με τις πλέον σύγχρονες μεθόδους.



Και δεν είναι μόνο η βαρελίσια φέτα του «Κίσσα» εξαιρετική· όλα τα προϊόντα του όπως φέτα, γιαούρτι, ανθότυρο, κασέρι, ξυνόγαλο, τσαλαφούτι, γραβιέρα Αγράφων Π.Ο.Π. Κίσσας, γιαούρτι με φρούτα Kiss Fru (www.kissas.gr) είναι εξαιρετικά και δικαίως έχουν κερδίσει μια καλή θέση τόσο στην τοπική αλλά και τη διεθνή αγορά και τα οποία όποιος επιθυμεί μπορεί να τα βρει στο Παντοπωλείο «Αμάραντες Γεύσεις» (Δημοτική αγορά Καρδίτσας  Πεζόδρομος Αθ Διάκου και Βάλβη κατάστημα Ι-05 τηλ: 2441 020991, amarantesgafseis@yahoo.gr   και www.amarantesgefseis.gr.

ΑΘΗΝΑ, 28112016


Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

ENA ΩΡΑΙΟ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ ΠΑΝΩ ΑΠΟ Τ’ ΑΓΡΑΦΑ



Δανεική από το 2011, η φωτογραφία αυτού του υπέροχου ηλιοβασιλέματος πάνω από τα Άγραφα με τούφες από σύννεφα βαμμένες με όλα τα χρώματα του δειλινού και το κρύο φως του να βάφει σαν μέταλλο την επιφάνεια της πιο νέας και άγνωστης βεβαίως λίμνη της Ελλάδας, τη λίμνη Σμοκόβου. Η φωτογραφία 926112011) από το δρόμο που από μικρός και άσημος μέχρι χθες τεντώνεται και πολύ ακριβά μάλιστα να γίνει η Ε65 που θα συντομέψει όπως λένε τη διαδρομή από τη Φθιώτιδα προς τη Θεσσαλία. Εδώ θα είμαστε και θα μετράμε τις νταλίκες να φέρνουν κρεμμυδάκια από τη Βουλγαρία και ντομάτες από την Πολωνία.

ΑΘΗΝΑ, 27112017

ΒΑΣΙΛΗΣ ΦΑΛΑΓΚΑΣ, O ΤΣΑΓΚΑΡΗΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

Μια γωνιά στην αποθήκη είναι ο πάγκος του παλιού τσαγκάρη του Παλαμά.
Ο Βασίλης Φαλάγκας γεννήθηκε το 1932 στον Παλαμά της Καρδίτσας, ένα κεφαλοχώρι του κάμπου που ο ορίζοντας για την επιβίωση εκείνα τα χρόνια δεν πήγαινε ψηλότερα απ’ όσο η δρασκελιά του αγρότη στο χωράφι και μεγάλωσε όπως όλη η γενιά του μέσα στα ταραγμένα χρόνια του ’40 αλλ’ αυτός χάραξε στη ζωή του τον στόχο να γίνει τσαγκάρης!
Και γι’ αυτό σαν το 1949 ησύχασαν τα πράγματα, ξεκίνησε να μαθαίνει την τέχνη και δούλεψε κατόπιν στο τσαγκαράδικο του Δημήτρη Χαλβαντζάρα ως τη χρονιά που πήγε στο στρατό. Το 1956 όμως που γύρισε είδε πως η τέχνη του τσαγκάρη δεν μπορούσε να ζήσει πλέον κανέναν γιατί τα παπούτσια όπως λέει χαρακτηριστικά, «βγήκαν στο πεζοδρόμιο»! 

Μαθητεύομενος τα χρόνια του '40 στο τσαγκαράδικο του Χαλβαντζάρα.
Τα βιομηχανικά παπούτσια είχαν κάνε ήδη την εμφάνισή τους στην Καρδίτσα και στον κάμπο και στον κάμπο και τα περισσότερα τσαγκαράδικα έκλεισαν ή περιόρισαν τις δουλειές τους σε λίγες ειδικές παραγγελίες και ασχολούνταν μόνο με επισκευές. Το ίδιο έκανε και ο Βασίλης και έστησε σε μια γωνιά της αποθήκης του ένα μικρό τραπέζι με τα σύνεργά του και παράλληλα με τα παπούτσια ασχολούνταν με τα χωράφια του. Το τσαγκάρικο στην ουσία το κράτησε από μεράκι και το διατηρεί μέχρι σήμερα που είναι συνταξιούχος του ΟΓΑ ενώ θα έπρεπε να παίρνει σύνταξη υποδηματοποιού από το ΙΚΑ αλλά το κατάφερε γιατί τότε κανένας δεν σκέφτονταν ούτε ήταν υποχρεωμένος να κολλάει ένσημα.

Ο Βασίλης δείχνει με καμάρι ένα ζευγάρι χειροποίητες παντόφλες
Η παροιμιώδης έκφραση για την «φτώχεια του τσαγκάρη» ίσχυσε βεβαίως και για τον Βασίλη ο οποίος δεν θυμάται να πληρώθηκε μια φορά εξ’ ολοκλήρου το ποσό για τη δουλειά του. Η φτώχεια εξάλλου ήταν βαριά αλυσίδα τότε στα πόδια των ανθρώπων και οι πελάτες του τον εξοφλούσαν με μικροποσά τα Σάββατα και αν είχαν. Πέρα απ’ αυτό όμως τα παπούτσια που έφτιαχνε ο Βασίλης ήταν γερά και άντεχαν σε όλες τις κακουχίες του κάμπου και της λάσπης κι έτσι αραιά και που τον είχαν ανάγκη η συγχωριανοί του γι’ αυτό συμπλήρωνε το εισόδημά του με μεροκάματα στα ξένα χωράφια και άλλες δουλειές. 

Ο Βασίλης γνωρίζει ακριβώς τι περιελάμβανε η καραγκούνικη φορεσιά.
Ο Βασίλης ασχολείται ακόμα με το τσαγκαράδικο και είναι από τους λίγους που ξέρουν να φτιάξουν τις ωραίες καραγκούνικες παντόφλες και βεβαίως να μιλήσει γι’ αυτή και τη σημασία που είχε στη ζωή μιας γυναίκας για γάμο. Αυτές τις παντόφλες τις έπαιρνε, όπως εξάλλου και τα υπόλοιπα «ασημικά» της νύφης ο πεθερός και τις την πήγαινε στο σπίτι το Μεγάλο Σάββατο για να τις φορέσει την Δευτέρα του Πάσχα σαν έβγαινε με όλα τα κορίτσια του χωριού στο σεργιάνι μετά τη λειτουργία της Αγάπης στη μητρόπολη του Παλαμά, τον ιστορικό Άγιο Αθανάσιο. Το σεργιάνι ήταν στην ουσία το νυφοπάζαρο της περιοχής κι εκεί η κάθε γυναίκα έπρεπε να δείξει πέρα από την ομορφιά της που ήταν βασικό στοιχείο για να τραβήξει το ενδιαφέρον του γαμπρού και την προκοπή της στα ρούχα και βεβαίως στις παντόφλες που φορούσε. Κι αυτό επαφίονταν στο Βασίλη και στους άλλους τσαγκάρηδες του Παλαμά που κράτησαν λίγο παραπάνω στο χρόνο τη δουλειά τους εξαιτίας ακριβώς της παντόφλας που ήταν και είναι απαραίτητο στοιχείο στην καραγκούνικη φορεσιά κάθε γυναίκας.

Ο Βασίλης φτιάχνει στον μικρό του πάγκο και σήμερα παντόφλες όπως παλιά αλλά δεν έχει τα μέσα να τις φτιάξει όπως κάποτε από την αρχή και κάποια κομμάτια της τα προμηθεύεται από το εμπόριο και από άλλους μάστορες. Στο δικό του χέρι όμως μένει το τελικό φινίρισμα και η προσαρμογή στο πόδι, τέχνη για την οποία είναι αξεπέραστος και έχουν όλες οι γυναίκες να το λένε. 

Το ποδήλατο ήταν ο καλύτερος σύντροφος του Βασίλη.

-Τον Βασίλη τον γνώρισα στο παζάρι του Παλαμά την Παρασκευή που τέλειωνε ο Οκτώβρης του 2009 και κάναμε παρέα όσες ώρες ήμουν εκεί τις επόμενες ημέρες αναζητώντας πηγές και υλικό για το αφιέρωμα στους Καραγκούνηδες. Με υποχρέωσε με την ευγενική διάθεσή του να περπατήσουμε στο χωριό, να μου συστήσει και άλλους ανθρώπους που είχαν να μου πουν κάτι ακόμα και περισσότερο για τις γνώσεις που έχει για τον τόπο του, τους ανθρώπους και τα γεγονότα. 

ΕΝΑ ΣΜΗΝΟΣ ΠΟΥΛΙΩΝ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΜΙΑ ΛΙΜΝΗ



Toν Νοέμβριο του 2011 ήταν η τελευταία χρονιά θυμάμαι που μου ζητήθηκε να γράψω κάτι από ένα περιοδικό το οποίο την επομένη χρονιά κιόλας έκλεισε και από τότε μέχρι σήμερα, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, τις περισσότερες φορές γράφω για μένα και τους φίλους και χωρίς να προσδοκώ κανένα επιτίμιο, παρά τα «ίχνη» σας πάνω στις αναρτήσεις μου…

Τι τα γράφω τώρα αυτά; Απλά επειδή το Facebook μου θύμισε μια «καλημέρα» σαν σήμερα το 2011 που σας είχα στείλει από τη λίμνη Πλαστήρα με μια φωτογραφία από ένα σμήνος μεταναστευτικών πουλιών, πάπιες ή χήνες δεν ξέρω τι ήταν, που είδα μόλις άνοιξα το παράθυρο του ξενοδοχείου στο Νεοχώρι να περνούν πάνω από τη λίμνη και παρά τον αδύναμο φακό μου κάτι «έπιασα». Το φαινόμενο θα μου περνούσε σχεδόν απαρατήρητο αν το προηγούμενο βράδυ δεν είχα πιάσει μια κουβέντα με τους ντόπιους για το πώς ήταν ο τόπος πριν κατακλυστεί από τα νερά του Μέγδοβα και για την πανίδα του. Εκείνοι μου είχαν πει πως τότε σπάνια έπεφταν πουλιά το χειμώνα στο ποτάμι κι αυτό συνέβαινε μόνο όταν ήταν πολύ δυνατός ο χειμώνας. Η λίμνη όταν δημιουργήθηκε ήταν ένας άγνωστος τόπος για τα πουλιά και την ανακάλυψαν σιγά – σιγά αλλά δεν την προτιμούσαν γιατί δεν είχε ακόμη δημιουργηθεί το κατάλληλο περιβάλλον γι’ αυτά, δηλαδή δεν είχε αβαθή νερά που να φυτρώνουν καλάμια και άλλα υδροχαρή όπου συγκεντρώνονται τα ψάρια και τα άλλα είδη που αποτελούν και την τροφή τους κι έτσι την προσπερνούσαν πηγαίνοντας προς τα νότια, στις μικρότερες λίμνες και βάλτους όπου είχαν εξασφαλισμένη την τροφή τους.
                                             

Έχοντας αυτές τις κουβέντες στο μυαλό μου, έβλεπα τα πουλιά να κάνουν βόλτες πάνω από τη λίμνη αλλά να μην βουτάνε σε κανένα σημείο και να παίρνουν το δρόμο προς το νοτιά. Φαίνεται πως στα λίγα χρόνια από τη δημιουργία της λίμνης -μόλις μισός αιώνας είναι- δεν είναι αρκετά για να γίνουν έστω ένα ίχνος σταθμού, μια υπόνοια ίσως στη βιολογική μνήμη τους ώστε να καταγραφεί και η λίμνη Πλαστήρα, καθώς και αρκετές άλλες ανάλογες και μικρά φράγματα, ως σημεία ζωτικού ενδιαφέροντος για τα ετήσια μακρινά ταξίδια τους…    

ΑΘΗΝΑ, 27112016

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2016

ΕΝΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΣΥΝΟΡΟ ΣΤΑ ΑΓΡΑΦΑ

Το χωριό Άμαραντος, ένα από τα ομορφότερα του Δήμου Ιτάμου κάτω από τη δασωμένη
κορυφή Ανυφαντή και στον ορίζοντα η ελατοσκεπής πλέον Κούλια.

Αρκετά πιο ψηλά από το χωριό Αμάραντος του Δήμου Ιτάμου της Καρδίτσας, μια περίοπτη ράχη του βουνού Ίταμος καλείται Κούλια, (τουρκιστί φυλάκιον συνόρων) και έλαβε το όνομά της από μια εγκατάσταση που έκαναν μετά την οριοθέτηση των συνόρων με την Ελλάδα το 1832 οι Οθωμανοί για την φύλαξη και τον έλεγχο του χώρου τους…
Ως εκείνη τη ράχη έφτανε τότε η ελληνική επικράτεια και όλη η Θεσσαλία παρέμεινε στον τουρκικό ζυγό ως το 1881, χρονιά που για τελευταία φορά εμφανίστηκε δύναμη Τούρκων στρατιωτών στην Κούλια. Από τότε και μετά η εγκατάσταση εγκαταλείφθηκε και πολύ σύντομα έγινε ερείπια αφού φαίνεται κανένας δεν ήθελε να τη χρησιμοποιήσει για τίποτα.

Το μονοπάτι της Κούλιας μέχρι το σημείο που λέγεται Ασβεσταριές διατηρείται 
σε πολύ καλή κατάσταση και είναι βατό απ’ όλους.
Ως μεθοριακό χωριό της Τουρκίας προς την Ελλάδα ο Αμάραντος ή Μαστρογιάννη όπως το έλεγαν τότε έζησε πολλά πράγματα που είχαν να κάνουν με τα σύνορα. Απ’ εκεί διάβαιναν προς τα Άγραφα τα κοπάδια τους οι τσελιγκάδες που ξεχειμώνιαζαν στον θεσσαλικό κάμπο, απ’ εκεί περνούσε η μεγάλη αλογόστρατα που ένωνε τη Θεσσαλία με την Αιτωλία και δρασκελούσε το ποτάμι στην παλιά γέφυρα του Γλαβά, απ’ εκεί μπαινόβγαιναν από το «ελληνικό» στο «τούρκικο» και τανάπαλιν οι λογής ταξιδευτές, εμπορευόμενοι, παράνομοι και οι διαβόητοι ληστές που σφράγισαν με τη δράση τους εκείνη την περίοδο.

Αν και στο Μαστρογιάννη εκείνης της εποχής όπως και σε όλα τα διπλανά χωριά δεν ζούσε κανένας Τούρκος , ο φόβος ήταν πάντα στη σκέψη των ανθρώπων ιδιαίτερα από τη δράση των παρανόμων και τα αντίποινα ενδεχομένως. Γι’ αυτό κάθε φορά που γινόταν κάποια εμπλοκή στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία –απελευθερωτικά κινήματα και πράξεις απειθαρχίας των υπηκόων τα οποία κινητοποιούσαν τον τούρκικο στρατό αμέσως οι κάτοικοι ξεχύνονταν προς το «ελληνικό» και επέστρεφαν μόλις ηρεμούσαν τα πράγματα. 
Χαρακτηριστικό λένε οι ντόπιοι ήταν η αντίδραση κάποιων υπέργηρων γυναικών που είχαν μεγαλώσει πριν το 1881 σαν ο ελληνικός στρατός τις υποχρέωσε το φθινόπωρο του 1947 για να εγκαταλείψουν τα χωριά να μην υποστηρίζουν τους αντάρτες. Αυτές θυμούνταν πως στα χρόνια τους σαν παρουσιάζονταν ανάλογος κίνδυνος έφευγαν προς πάνω, προς τα «ελληνικά» Άγραφα και τους φαίνονταν παράξενο πως για πρώτη φορά τους κυνηγούσαν να κατέβουν προς τα «κάτω» στον κάμπο!

Ένας σωρός από πέτρες μέσα στα έλατα αφήνει την υποψία ότι εδώ ήταν κάποτε η Κούλια.
Η Κούλια ασφαλώς σήμερα δεν υπάρχει αλλά σαν έννοια ενός ξεχασμένου συνόρου πάντα ερεθίζει την περιέργεια των ντόπιων σαν αναφέρονται σε αυτή αλλά και των επισκεπτών του Αμαράντου και δεν είναι και λίγοι αυτοί που θέλουν να την επισκεφτούν. Γι’ αυτό και βαδίζουν το παλιό μονοπάτι που τη συνέδεε με το χωριό με μια πεζοπορική διαδρομή περίπου μιας ώρας. Παλαιότερα, όταν στον Αμάραντο άκμαζε ακόμη η κτηνοτροφία και υπήρχαν ανάγκες για καυσόξυλα και ξυλεία το μονοπάτι ήταν συνέχεια γεμάτο κόσμο. Με την αποψίλωση των χωριών από κόσμο τα τελευταία χρόνια και την αδυναμία των ηλικιωμένων πια κατοίκων τους για μετακινήσεις ζωντανών και νομής του δάσους το μονοπάτι θα έκλεινε αν δεν υπήρχε η καλή διάθεση που δείχνουν τα μέλη του Ορειβατικού Συλλόγου Καρδίτσας και των μελών του Πολιτιστικού Συλλόγου Αμαράντου που εκτός από τις συχνές αναβάσεις που κάνουν έχουν μάλιστα σηματοδοτήσει το μονοπάτι κι έτσι μπορεί κάποιος να ανεβεί ως την Κούλια χωρίς να συνοδεύεται απαραίτητα από ντόπιο οδηγό.

Το μονοπάτι που οδηγεί στην Κούλια ξεκινάει από το εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη 
και προχωράει μέσα στο δάσος από τις βελανιδιές.

Το μονοπάτι ξεκινάει από την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, δυτικά του χωριού και ανεβαίνει ήρεμα την δυτική πλαγιά του αυχένα Ανυφαντή. Μετά από λίγο βάδισμα ο επισκέπτης συναντά την πετρόχτιστη βρύση στις Κορομηλιές όπου με πολλή αυθαιρεσία κάποιος τσοπάνος έχει καταλάβει όλο το χώρο με τα κανάλια που ποτίζει τα ζώα του. Με πορεία πάντα δυτικά αφού περάσουμε την πλαγιά που καλείται στου Παπά το Ρόγγι φτάνουμε στου Μπασιούρη, έναν δασωμένο αυχένα με εξαιρετική θέα προς τα Άγραφα και τη λίμνη Πλαστήρα. Στον ορίζοντα προς τη δύση φαίνονται οι δίδυμες κορυφές του Ιτάμου, το επιβλητικό Βουτσικάκι των Αγράφων, οι κορυφές της Πίνδου προς τον Ασπροπόταμο και τα Χάσια. Απ’ εκεί μάλιστα ένα άλλο μονοπάτι οδηγεί προς τις κορυφές του Ιτάμου.

Το εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου στην κορυφή του Αμάραντου
απ’ όπου ξεκινάει το μονοπάτι προς την Κούλια και τον Ίταμο.

Από του Μπασιούρη βαδίζουμε πάντα δυτικά στην πλαγιά Καψάλα πάνω από τη ρεματιά όπου σε ένα σημείο της οι Τούρκοι κάποτε επιχείρησαν να κάνουν ασβέστη και από αυτό το γεγονός το σημείο εκείνο λέγεται Ασβεσταριά. Οι ντόπιοι λένε πως η επιχείρηση αυτή δεν απέδωσε τίποτα γιατί οι πέτρες της περιοχής τους δεν έκαναν για ασβέστη. Η απόσταση από την Ασβεσταριά μέχρι την Κούλια είναι πολύ μικρή αλλά όποιος φθάσει μέχρι εκεί μάλλον θα απογοητευτεί γιατί όχι μόνο τα ερείπια της Κούλιας δεν θα δει, αλλά εξαιτίας της πυκνής δάσωσης ο αυχένας δεν έχει πλέον θέα προς κανένα σημείο του ορίζοντα. Εκεί θυμάται ο αειθαλής Θωμάς Κουκκουλιάκος πως είχε δει στα χρόνια του μεσοπολέμου τους τοίχους της Κούλιας να υψώνονται πάνω από έδαφος περί το μισό μέτρο.

Από τότε που παράτησαν τη λάκα στο ξέφωτο οι Ζαχαίοι όρμησαν τα έλατα και σύντομα κατέλαβαν το χώρο και λίγα χρόνια ούτε που θα ξεχωρίζει που ήταν το χωράφι.

Εκεί που ήταν κάποτε χωράφια, η οικογένεια των Ζαχαίων τα νέμονταν πάντα μέχρι που εγκαταλείφθηκαν και γέμισαν κέδρα και έλατα τόσο πυκνά που μόνο άγρια ζωντανά μπορούν να τα διαβαίνουν κι εκεί βρίσκουν καταφύγιο. Μόνο από λίγα σημεία της Κούλιας μπορεί κάποιος να αγναντέψει τον θεσσαλικό κάμπο και το μάτι του να φθάσει μέχρι τις κορυφές του Ολύμπου, τον Κίσσαβο και το Πήλιο. Είχε τόσο καλή θέα λένε από την Κούλια που οι Τούρκοι στρατιώτες μπορούσαν να μετρήσουν και τις αυλακιές από τα χωράφια της Σέκλιζας (Καλλίθηρο σήμερα), το πρώτο χωριό του κάμπου που φαίνεται από εκεί. Στη δυτική πλευρά από το ύψος των ελάτων και των άλλων δέντρων δεν φαίνεται απολύτως τίποτα.

Θέα από το μονοπάτι της Κούλιας προς τις κορυφές των Αγράφων στολισμένα
 με το πρώτο χιόνι της φετινής χρονιάς.

Όποιος ανέβει στην Κούλια μπορεί να επιστρέψει είτε από το μονοπάτι –δύσκολα διακρίνεται κι αυτό από τη δάσωση- που οδηγεί στην τοποθεσία Καλογριά, στο δρόμο που οδηγεί προς τη Νεράϊδα και τα Σαραντάπορα. Δίπλα σε αυτό το μονοπάτι υπάρχει ακόμη η Τουρκόβρυση, βρύση που πήρε μάλλον το όνομά της από τους Τούρκους συνοριοφύλακες εκείνης της εποχής και της οποίας το νερό λένε πως είναι τόσο κρύο που ένα σημερινό ποτήρι το έπινες σε δόσεις. Πολλές βρύσες έχουν τη φήμη της Τουρκόβρυσης για το πολύ κρύο νερό που δεν πίνονταν αλλ’ η άποψη αυτή έχει να κάνει και με το πεινασμένο στομάχι των ανθρώπων. Ο μπάρμπα Λάμπρος Γρηγοράκος λένε πως στα χρόνια της καθολικής πείνας, ξεγελούσε το νερό με δυο σπυριά αλάτι που έριχνε στο ποτήρι του και το έπινε! Κοντά στην Τουρκόβρυση είναι το σημείο όπου σε μια συμπλοκή με Τουρκαλβανούς σκοτώθηκε το 1805 ο καπετάν Δίπλας, ένας από τους πιο σπουδαίους επαναστάτες των Αγράφων και νουνός του περίφημου Αντώνη Κατσαντώνη πριν την Παλιγγενεσία του 1821 χρόνων και το μνημείο του είναι στημένο δίπλα στο δρόμο προς το 
Σαραντάπορο.
Οι πολλοί κεραυνοί που πέφτουν στην κορυφή του Ανυφαντή 
έχουν σαν αποτέλεσμα το αραίωμα των ελάτων.

Όποιος πάλι θελήσει να επιστρέψει από τον ίδιο δρόμο, στο σημείο Μπασιούρη που ξεχωρίζουν τα μονοπάτια μπορεί να διαλέξει την κατεύθυνση που οδηγεί στην κορυφή του αυχένα που καλείται Αυφαντή και δεσπόζει του Αμαράντου. Είναι μια ωραία διαδρομή που στην αρχή της έχει θέα προς τα Άγραφα, τη λίμνη Πλαστήρα και το δυτικό κομμάτι του κάμπου. Από ένα σημείο και μετά, η κατεύθυνση αλλάζει προς τα βορειοανατολικά, φαίνεται η Καρδίτσα και στο βάθος ο Όλυμπος μέχρι που το μονοπάτι καταλήγει στην εκκλησία του Αι – Γιάννη πάνω ακριβώς από το χωριό Αμάραντος.

Ο Αντώνης Παπαδάκος από τον Αμάραντο που μαζί περπατήσαμε το μονοπάτι και μας είπε όλες τις πληροφορίες σχετικά με αυτό και την ιστορία της Κούλιας.

Σημειωτέον είναι ότι το μονοπάτι της Κούλιας διασχίζει ένα μεγάλο χώρο που είναι καταφύγιο θηραμάτων και μπορεί να μην αποφέρει την ικανοποίηση της όρασης από την ράχη προς τον κάμπο και τον ορίζοντά του λόγω της ανάπτυξης των δέντρων όπως προαναφέρθηκε, αλλά σαφώς αποτελεί ένα μάθημα πατριδογνωσίας για ένα «σύνορο» που δεν υπάρχει. Κι αν αυτό το μάθημα για κάποιους λόγους δεν προκύψει, τότε ο επισκέπτης μπορεί να αποκομίσει ορισμένες εντυπώσεις από τα καταφύγια των θηραμάτων εκεί και βεβαίως αν το γνωρίσει το φθινόπωρο και από τα άπειρα μανιτάρια που φυτρώνουν εκεί αλλά εφ’ όσον δεν τα γνωρίζει είναι καλύτερα να μην τα ακουμπήσει.

ΑΜΑΡΑΝΤΟΣ, 26112009

ΥΓ. Το κείμενο και οι φωτογραφίες δημοσιεύτηκαν στο ένθετο περιοδικό Έθνος - Κυνήγι" της εφημερίδας Έθνος τον Νοέμβριο του 2009.

ΑΝΤΑΜΩΜΑ ΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΩΝ ΟΡΕΙΒΑΤΩΝ ΣΤΟΝ ΙΤΑΜΟ


Η θέα από τη ράχη του Ανυφαντή προς το νότιο μέρος της λίμνης Πλαστήρα 
είναι μοναδική. Στο βάθος διακρίνονται τα βουνά των Τρικάλων 

Μια εβδομάδα μακριά από την Αθήνα· στη μικρή πατρίδα πρώτα απ’ όπου έκανα κάποιες ενδιαφέρουσες εξορμήσεις σε διάφορα χωριά, όπως η Τσούκα, ο Φουρνάς και κατόπιν στην Καρδίτσα όπου πέρασα καλά με τους εκεί φίλους, κάναμε και λίγη δουλεία για αυτά που έχουμε ξεκινήσει ενώ δώσαμε ραντεβού την επόμενη Τετάρτη να συνεχίσουμε ένα ωραίο έργο που ξεκινήσαμε για ένα σπουδαίο άνθρωπο που τίμησε όσο λίγοι την ορειβασία σε όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα στα Άγραφα και σε όλα τα βουνά της Ελλάδας.

Γύρισα απόψε στην Αθήνα αλλά ο νους μου είναι στην αυριανή ωραία συνάντηση που θα έχουν οι ορειβατικοί σύλλογοι της Θεσσαλίας στον Ίταμο για να περπατήσουν το πρώτο σηματοδοτημένο μονοπάτι του ΕΟΣ Καρδίτσας που ξεκίνησε το 2008 και ενώνει μέσω του Ιτάμου τα χωριά Αμάραντος και Ραχούλα. Το μονοπάτι στη δασωμένη κορυφογραμμή προσφέρει στους φίλους του μοναδική θέα στη λίμνη Πλαστήρα σε κορυφές των Αγράφων το Θεσσαλικό κάμπο και τον Όλυμπο. Ο καιρός υπόσχεται ότι αύριο το πρωί θα είναι σύμμαχος των φίλων ορειβατών και θα χαλάσει προς το απόγευμα όταν θα έχουν τελειώσει την διάσχιση και θα είναι στα καταστήματα Αμαράντου και Ραχούλας για τα περαιτέρω απ’ όπου περιμένουμε και το σχετικό ρεπορτάζ.




Καλή ανάβαση σε όλους και την επόμενη φορά θα είμαι μαζί σας…

ΑΘΗΝΑ, 26112016

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016

ΜΕΣΗΜΕΡΙ ΤΣΙΠΟΥΡΟΓΝΩΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΤΣΑ

Η κριτική επιτροπή: Από αριστερα, Θανάσης Μανάρας,
Σπύρος Παπαδόπουλος, Θάνος Καραθάνος, Δημήτρης Τσιτσιάς

Η Καρδίτσα είναι η πρωτεύουσα του τσίπουρου και περνάς ωραία μεσημέρια στα  τσιπουράδικα αλλά σε όποιο σπίτι την πόρτα αν περάσεις, το κέρασμα είναι εκλεκτό τσίπουρο που παράγεται από τα εξαιρετικά σταφύλια της περιοχής. Στην Καρδίτσα πάλι, οι περισσότεροι, αν όχι σχεδόν όλοι οι φίλοι, παράγουν το δικό τους τσίπουρο, άλλοι ερασιτεχνικά και άλλοι επαγγελματικά κι έτσι έχω την τιμή να δοκιμάζω τα καλύτερα.

Ο πρόεδρος των Οινοφίλων Καρδίτσας σερβίρει την κριτική επιτροπή


Στην Καρδίτσα λοιπόν, το τσίπουρο δεν είναι κάτι το απρόοπτο και ρέει παντού και άφθονο. Απρόοπτο όμως ήταν για μένα σήμερα η συνάντηση τσιπουρογνωσίας στο κατάστημα MERCATO που οργάνωσε η Λέσχη Οινοφίλων Καρδίτσας με πρόεδρο τον Ηλία Σφέτσιο ο οποίος έπαιζε και το ρόλο του αμφιτρίωνα και έκρινε 10 τσίπουρα των ερασιτεχνών μελών της χωρίς γλυκάνισο και 5 παλαιωμένα. Την επιτροπή κριτών αποτελούσαν οι Δημήτρης Τσιτσιάς, Θάνος Καραθάνος, Σπύρος Παπαδόπουλος και Θανάσης Μανάρας αλλά σήμερα δεν με έπαιρνε ο χρόνος ούτε είχα και η αντοχή να κάτσω μαζί τους και να απολαύσω κι εγώ ωραία τσίπουρα. Την επόμενη φορά δεν θα χάσω ένα τέτοιο ωραίο γεγονός…

ΚΑΡΔΙΤΣΑ, 24112016

Η ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΠΟΥΤΙΓΚΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΤΣΑ



Η πουτίγκα· (κοφτή) την ήξεραν παλιά οι Καρδιτσιώτες, είναι ένα παραδοσιακό γλυκό της περιοχής και δεν υπάρχει άνθρωπος εκεί που να μην την έχει δοκιμάσει και φυσικά η ποιότητά της ήταν που ενίσχυε και την άμιλλα μεταξύ των ζαχαροπλαστών της πόλης για το ποιος θα φτιάξει την καλύτερη και κατά συνέπεια θα έχει και μεγαλύτερη πελατεία. Το ίδιο ίσχυε και για τη νουγκαντίνα της οποίας η γεύση στηρίζονταν περισσότερο στα αμύγδαλα.

Με μια τεράστια πουτίγκα μήκους 100 μέτρων και 40 πόντων πλάτος θα συμμετάσχει φέτος στην εορταστικές εκδηλώσεις για τα Χριστούγεννα στην Καρδίτσα που θα γίνουν στο πάρκο Παυσίλυπο και γι’ αυτό με το όνομα «Παυσιλυπούπολη» ο Σύλλογος Ζαχαροπλαστών Νομού Καρδίτσας. Γι’ αυτό το τεράστιο γλυκό όπως μου είπε σήμερα το μεσημέρι ο πρόεδρος του Συλλόγου Γιάννης Κουφόπουλος, θα χρειαστούν περί τους δυο τόνους υλικά, ήτοι αλεύρι, ζάχαρη, αυγά, μαρέγκα και άλλα. Η βάση της πουτίγκας θα γίνει σε διάφορα εργαστήρια ζαχαροπλαστικής και κατόπιν θα μεταφερθεί στο Παυσίλυπο όπου μπροστά στον κόσμο, θα μπει σε ειδικά ανοξείδωτα ταψιά που έχει κατασκευάσει η τοπική επιχείρηση «Αναγνωστόπουλος» θα σιροπιαστεί και θα προστεθεί η κρέμα. Για την παρασκευή της θα δουλέψουν εθελοντικά περί τα 120 άτομα ενώ στο επιχείρημα, που πρώτη φορά γίνεται στην Ελλάδα για τέτοιο μέγεθος πουτίγκας, έχουν δηλώσει πως θα έρθουν να βοηθήσουν και ζαχαροπλάστες και από άλλα μέρη της χώρας.



- Το κόψιμο της πουτίγκας θα γίνει την Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου στις 12 το μεσημέρι στο πάρκο Παυσίλυπο ενώ σε περίπτωση που θα βρέχει θα γίνει στο αίθριο της Δημοτικής Αγοράς της Καρδίτσας.


ΥΓ. Όποιος ενδιαφέρεται για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την μεγάλη πουτίγκα της Καρδίτσας μπορεί να απευθυνθεί στο Γιάννη Κουφόπουλο, τηλ:2441074718 και 6948871488.

ΚΑΡΔΙΤΣΑ, 24112016